- φιλόφθονον
- φιλόφθονοςgiven to envymasc/fem acc sgφιλόφθονοςgiven to envyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόφθονος — ον, Α 1. φθονερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφθονον η φιλοφθονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόνος (πρβλ. βαρύ φθονος)] … Dictionary of Greek